- συγχρονούμενον
- συγχρονέωto be contemporary withpres part mp masc acc sg (attic epic doric)συγχρονέωto be contemporary withpres part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγχρονώ — έω, Α [σύγχρονος] 1. είμαι σύγχρονος με κάποιον 2. αστρον. ανατέλλω συγχρόνως με άλλον 3. μέσ. συγχρονοῡμαι, έομαι γραμμ. κείμαι, συντάσσομαι στον ίδιο χρόνο («ὅ δύναται διελέγξαι τὸ ῥήμα μὴ συμπληθυνόμενον ἤ συγχρονούμενον», Απολλ. Δύσκ.) … Dictionary of Greek